Ποιος είναι τελικά ο ήρωάς μας στα “Φτηνά Τσιγάρα”; Ίσως είναι κι αυτός φτηνός σαν και τα τσιγάρα που καπνίζει, τόσο φτηνός που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να κλέβει τις ατάκες όσων έρχονται στο καφέ και να τις παπαγαλίζει για να ρίξει καμιά γκόμενα. Ίσως είναι εκείνος ο πέφτουλας που όλοι ξέρουμε, που θα πει το οτιδήποτε για να κάνει καμάκι. “Ε όχι και καμάκι!”. Ίσως είναι, όπως είπε κι ένας φίλος, η ενσάρκωση της ανδρικής φαντασίωσης που τόσο εύκολα θα πλησιάσει μια πανέμορφη γυναίκα, θα περάσει μια μαγική νύχτα στην άδεια Αθήνα, και στο τέλος, θα της κλέψει, ίσως, ένα φιλί.
Ο ηρωάς μας όμως, δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Δεν λέει μόνο τα “σωστά” πράγματα. Κρύβει την τραγική του κατάσταση πίσω από γενικολογίες που όμως δεν τον κάνουν να φαίνεται πολύ πιο πολύς από ότι είναι. Σου υπόσχεται πως θα σου φέρει μια πέτρα από το φεγγάρι. Αποκρούει τους χρεοσυλλέκτες του οργανωμένου εγκλήματος με μια αγάπη για το φιλμ νουάρ και μια γενναιόδωρη δόση στυλ. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Ο ήρωάς μας είναι ένας παραμυθάς και όπως η κοπέλα στον τηλεφωνικό θάλαμο δεν μπορεί να ξεκολλήσει από πάνω του έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε τα μάτια από την οθόνη.
Όπως ο παραμυθάς μας σαγηνεύει τη Σοφία έτσι και ο Ρένος σαγηνεύει εμάς, με απλα σκηνικά σε μια Αθήνα καθημερινή, όπως την ξέρουμε, να γίνονται μαγεία και παραμύθι μέσα από τη φωνή των ηρώων μας που ακούγεται καμπάνα πάνω από τους ήχους της πόλης, χάρη στη μουσική που σε ταξιδεύει στην Πράγα και σε έναν έρωτα ανέμελο, χάρη στις μικρές σουρεαλιστικές πινελιές που σου υπενθυμίζουν πως βρίσκεσαι μέσα σε κάποιου τη φαντασία.
Ταυτόχρονα παρελαύνει δηκτικά από μπροστά μας όλος ο προβληματισμός της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τον έρωτα και τις σχέσεις, όπως εκφραζόταν στην αλλαγή του αιώνα. Οι κανόνες, τα πρότυπα ομορφιάς, τα φυλετικά στερεότυπα. Έτσι ήταν, και σε ένα βαθμό έτσι είναι ακόμα.
Δεν αφήνει φυσικά αλώβητη και την Ελληνική κοινωνία η οποία φαινόταν να συγχωρεί την οποιαδήποτε υπόγεια δραστηριότητα, ταυτίζοντάς την με το πρόσωπο του Μανώλη, ενός Μανώλη που τελικά το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει κι’αυτός τον έρωτα που δεν έζησε μικρός.
Ίσως η βόλτα τη νύχτα εκείνη να δείχνει το όνειρο του παραμυθά μας για το πως πρέπει να είναι ο έρωτας. Ίσως και ίδια η νύχτα να είναι ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι που παίζει στο μυαλό του, όπως τώρα παίζει και στο δικό μας μυαλό, και μας γυρίζει σε μια Ελλάδα του 2000 όταν όλα ακόμα πήγαιναν καλά.